κελαηδώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κελαηδώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κελαδῶ, συνηρημένος τύπος του κελαδέω (βγάζω δυνατό ήχο). Η σημασία «τραγουδάω», μεσαιωνική.[1]
Ο Μπαμπινιώτης στο Λεξικό του[2] προκρίνει τις γραφές με ιώτα -ι- και θεωρεί τις γραφές με -η- παρετυμολογική επίδραση από τη λέξη αηδόνι, αλλά στο Ετυμολογικό Λεξικό του[3] το λήμμα είναι κελαηδώ.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ce.lai̯ˈðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κε‐λαϊ‐δώ

κελαηδώ/κελαηδάω, πρτ.: κελαηδούσα/κελάηδαγα, αόρ.: κελάηδησα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. κελαηδώ ή κελαηδάω
    1. παράγω ήχους μελωδικούς, τραγουδώ (για πουλιά)
      ※  Ξημέρωσε ο Θεός την ήμερα και τα πουλάκια άρχισαν να πετούν και να κελαηδούν στα δέντρα του βασιλικού περιβολιού. (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Η κακή αδερφή)
    2. (μεταφορικά) μιλάω συνεχώς, φλυαρώ
      ※  Το ωραίο σωματάκι της, / όταν μπαίνω σπίτι της, / κελαηδάει / σαν να ήτανε καμπαναριό (Γιώργος Σαραντάρης, Το ωραίο σωματάκι της)
  2. κελαηδάω
    1. (λαϊκότροπο) μαρτυρώ, ομολογώ μετά από πίεση
      ※  Ο πράκτορας που «κελάηδησε» (* εφημερίδα Το Βήμα)

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα:

Και παρατατικός: κελάηδαγα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. κελαηδώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.