ομολογώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ομολογώ < αρχαία ελληνική ὁμολογέω - ὁμολογῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]ομολογώ, πρτ.: ομολογούσα, στ.μέλλ.: θα ομολογήσω, αόρ.: ομολόγησα, παθ.φωνή: ομολογούμαι, μτχ.π.π.: ομολογημένος
- παραδέχομαι κάτι
- (ειδικότερα) παραδέχομαι κάτι παράνομο που διέπραξα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ομολογώ | ομολογούσα | θα ομολογώ | να ομολογώ | ομολογώντας | |
β' ενικ. | ομολογείς | ομολογούσες | θα ομολογείς | να ομολογείς | (ομολόγει) | |
γ' ενικ. | ομολογεί | ομολογούσε | θα ομολογεί | να ομολογεί | ||
α' πληθ. | ομολογούμε | ομολογούσαμε | θα ομολογούμε | να ομολογούμε | ||
β' πληθ. | ομολογείτε | ομολογούσατε | θα ομολογείτε | να ομολογείτε | ομολογείτε | |
γ' πληθ. | ομολογούν(ε) | ομολογούσαν(ε) | θα ομολογούν(ε) | να ομολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ομολόγησα | θα ομολογήσω | να ομολογήσω | ομολογήσει | ||
β' ενικ. | ομολόγησες | θα ομολογήσεις | να ομολογήσεις | ομολόγησε | ||
γ' ενικ. | ομολόγησε | θα ομολογήσει | να ομολογήσει | |||
α' πληθ. | ομολογήσαμε | θα ομολογήσουμε | να ομολογήσουμε | |||
β' πληθ. | ομολογήσατε | θα ομολογήσετε | να ομολογήσετε | ομολογήστε | ||
γ' πληθ. | ομολόγησαν ομολογήσαν(ε) |
θα ομολογήσουν(ε) | να ομολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ομολογήσει | είχα ομολογήσει | θα έχω ομολογήσει | να έχω ομολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ομολογήσει | είχες ομολογήσει | θα έχεις ομολογήσει | να έχεις ομολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ομολογήσει | είχε ομολογήσει | θα έχει ομολογήσει | να έχει ομολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ομολογήσει | είχαμε ομολογήσει | θα έχουμε ομολογήσει | να έχουμε ομολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ομολογήσει | είχατε ομολογήσει | θα έχετε ομολογήσει | να έχετε ομολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ομολογήσει | είχαν ομολογήσει | θα έχουν ομολογήσει | να έχουν ομολογήσει |
|