ομολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ομολογώ < αρχαία ελληνική ὁμολογέω - ὁμολογῶ

ομολογώ, πρτ.: ομολογούσα, στ.μέλλ.: θα ομολογήσω, αόρ.: ομολόγησα, παθ.φωνή: ομολογούμαι, μτχ.π.π.: ομολογημένος

  1. παραδέχομαι κάτι
  2. (ειδικότερα) παραδέχομαι κάτι παράνομο που διέπραξα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]