διαχειμάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαχειμάζω < αρχαία ελληνική διαχειμάζω < δια- + αρχαία ελληνική χειμάζω < χεῖμα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðʝa.çiˈma.zo/ & /ði̯a.çiˈma.zo/
Ρήμα
[επεξεργασία]διαχειμάζω
- άλλη μορφή του ξεχειμάζω
- άλλη μορφή του ξεχειμωνιάζω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη χειμώνας
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαχειμάζω | διαχείμαζα | θα διαχειμάζω | να διαχειμάζω | διαχειμάζοντας | |
β' ενικ. | διαχειμάζεις | διαχείμαζες | θα διαχειμάζεις | να διαχειμάζεις | διαχείμαζε | |
γ' ενικ. | διαχειμάζει | διαχείμαζε | θα διαχειμάζει | να διαχειμάζει | ||
α' πληθ. | διαχειμάζουμε | διαχειμάζαμε | θα διαχειμάζουμε | να διαχειμάζουμε | ||
β' πληθ. | διαχειμάζετε | διαχειμάζατε | θα διαχειμάζετε | να διαχειμάζετε | διαχειμάζετε | |
γ' πληθ. | διαχειμάζουν(ε) | διαχείμαζαν διαχειμάζαν(ε) |
θα διαχειμάζουν(ε) | να διαχειμάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαχείμασα | θα διαχειμάσω | να διαχειμάσω | διαχειμάσει | ||
β' ενικ. | διαχείμασες | θα διαχειμάσεις | να διαχειμάσεις | διαχείμασε | ||
γ' ενικ. | διαχείμασε | θα διαχειμάσει | να διαχειμάσει | |||
α' πληθ. | διαχειμάσαμε | θα διαχειμάσουμε | να διαχειμάσουμε | |||
β' πληθ. | διαχειμάσατε | θα διαχειμάσετε | να διαχειμάσετε | διαχειμάστε | ||
γ' πληθ. | διαχείμασαν διαχειμάσαν(ε) |
θα διαχειμάσουν(ε) | να διαχειμάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαχειμάσει | είχα διαχειμάσει | θα έχω διαχειμάσει | να έχω διαχειμάσει | ||
β' ενικ. | έχεις διαχειμάσει | είχες διαχειμάσει | θα έχεις διαχειμάσει | να έχεις διαχειμάσει | ||
γ' ενικ. | έχει διαχειμάσει | είχε διαχειμάσει | θα έχει διαχειμάσει | να έχει διαχειμάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διαχειμάσει | είχαμε διαχειμάσει | θα έχουμε διαχειμάσει | να έχουμε διαχειμάσει | ||
β' πληθ. | έχετε διαχειμάσει | είχατε διαχειμάσει | θα έχετε διαχειμάσει | να έχετε διαχειμάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διαχειμάσει | είχαν διαχειμάσει | θα έχουν διαχειμάσει | να έχουν διαχειμάσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαχειμάζω
|