διώξεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
διώξεις (ˈðʝo.ksis)
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διώχνω
- θα διώξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διώχνω
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
διώξεις (ðiˈo.ksis)
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διώχνω
- θα διώξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διώχνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
διώξεις (ðiˈo.ksis) θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δίωξη