δοκεῖ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

(Χρειάζεται βασικούς χρόνους στο τρίτο πρόσωπο)

δοκεῖ (απρόσωπο ρήμα)

  • (απρόσωπο + δοτική προσωπική ή με απαρέμφατο) κρίνω ότι, μου φαίνεται ότι, φαίνεται καλό, αποφασίζω να
    ⮡  ἔδοξεν Ἀργείοισιν (αποφάσισαν, τους φάνηκε καλό να..)
    ⮡  ἔδοξε τῇ βουλῇ και ἔδοξε τῷ δήμῳ (η βουλή ή ο δήμος αποφάσισαν να...)

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

δοκεῖ

  1. γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του δοκῶ (συνηρημένο) → δείτε δοκέω
  2. β΄ πρόσωπο ενικού οριστικής μεσοπαθητικού ενεστώτα (δοκοῦμαι) του δοκῶ (συνηρημένο)