δοκεῖ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία](Χρειάζεται βασικούς χρόνους στο τρίτο πρόσωπο)
Ρήμα
[επεξεργασία]δοκεῖ (απρόσωπο ρήμα)
- (απρόσωπο + δοτική προσωπική ή με απαρέμφατο) κρίνω ότι, μου φαίνεται ότι, φαίνεται καλό, αποφασίζω να
- ⮡ ἔδοξεν Ἀργείοισιν (αποφάσισαν, τους φάνηκε καλό να..)
- ⮡ ἔδοξε τῇ βουλῇ και ἔδοξε τῷ δήμῳ (η βουλή ή ο δήμος αποφάσισαν να...)
Παράγωγα
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]δοκεῖ