δοκέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δοκέω-δοκῶ < από τη ρίζα -δοκ που προήλθε από μετάπτωση από τη ρίζα -δεκ < από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα -dek̑
Αρχικοί Χρόνοι
| |
---|---|
Ενεστώτας | δοκέω-ῶ |
Παρατατικός | ἐδόκουν |
Μέλλοντας | δόξω και δοκήσω |
Αόριστος | ἔδοξα και ἐδόκησα |
Παρακείμενος | δεδόκηκα |
Υπερσυντέλικος | (ἐδεδόχεσαν) |
Ρήμα
[επεξεργασία]δοκέω-δοκῶ
- πιστεύω, νομίζω, θεωρώ, φαντάζομαι, υποθέτω, αποφασίζω, σκέπτομαι, μου φαίνεται
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 3, 414a
- τοιαύτη τις, ἦν δ᾽ ἐγώ, δοκεῖ μοι, ὦ Γλαύκων, ἡ ἐκλογὴ εἶναι καὶ κατάστασις τῶν ἀρχόντων τε καὶ φυλάκων, ὡς ἐν τύπῳ, μὴ δι᾽ ἀκριβείας, εἰρῆσθαι.
- Τέτοια λοιπόν μου φαίνεται, Γλαύκων, πως θα είναι, σ᾽ ένα πρώτο σχέδιο και χωρίς να μπαίνομε σ᾽ όλες τις λεπτομέρειες, η εκλογή και ο διορισμός των αρχόντων και των φρουρών.
- τοιαύτη τις, ἦν δ᾽ ἐγώ, δοκεῖ μοι, ὦ Γλαύκων, ἡ ἐκλογὴ εἶναι καὶ κατάστασις τῶν ἀρχόντων τε καὶ φυλάκων, ὡς ἐν τύπῳ, μὴ δι᾽ ἀκριβείας, εἰρῆσθαι.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 3, 414a
- (απρόσωπο ρήμα)→ δείτε δοκεῖ με δοτική προσωπική ή με απαρέμφατο, σημαίνει κρίνω ότι, φαίνεται ότι, φαίνεται καλό, αποφασίζω να
- ἔδοξεν Ἀργείοισιν (αποφάσισαν, τους φάνηκε καλό να..)
- ἔδοξε τῇ βουλῇ και ἔδοξε τῷ δήμῳ (η βουλή ή ο δήμος αποφάσισαν να...)
- η κοινή γνώμη, η εδραιωμένη άποψη του κόσμου
- τὰ δοκοῦντα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ἐνεργεῖ κατά το δοκοῦν (μετοχή του απρόσωπου ρήματος δοκεί): κάνει ό,τι νομίζει, ενεργεί αυθαίρετα
- δοκεῖ μοι... (μου φαίνεται ότι...)
Το απρόσωπο δοκεῖ
| |
---|---|
Ενεστώτας | δοκεῖ |
Παρατατικός | ἐδόκει |
Μέλλοντας | δόξει |
Αόριστος β' | ἔδοξε |
Παρακείμενος | δέδοκται |
Υπερσυντέλικος | ἐδέδοκτο |
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- προσδοκέω (φαίνομαι) διάφορο του προσδοκώ (περιμένω)
- ἀποδοκεῖ (σύνθετο του απροσώπου δοκεῖ)
- καταδοκέω (σκέφτομαι κάτι για να βλάψω) και καταδοκοῦμαι (θεωρούμαι ύποπτος)
- μεταδοκέω (: αλλάζω γνώμη, πιο συχνά ως απρόσωπο, στους τύπους μεταδόξῃ μετέδοξε μεταδόξαν μεταδεδογμένον)
- προδοκέω (κι αυτό συχνά ως απρόσωπο)
- συνδοκέω (συναποδέχομαι)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- δοκώ (νεοελληνικό)
Πηγές
[επεξεργασία]- δοκέω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- δοκέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δοκέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.