δονούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: δονοῦμαι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðoˈnu.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δο‐νού‐μαι
ομόηχο: δονούμε

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

δονούμαι, πρτ.: δονούμουν, μτχ.π.ε.: δονούμενος, π.αόρ.: δονήθηκα, μτχ.π.π.: δονημένος