εις ώτα μη ακουόντων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εις ώτα μη ακουόντων < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εἰς ὦτα μή ἀκουόντων. → δείτε τις λέξεις εις, ώτα, μη και ακουόντων
Έκφραση[επεξεργασία]
εις ώτα μη ακουόντων
- (λόγιο) σε ανθρώπους που δε θέλουν να ακούσουν και δεν αποδέχονται κάτι
Πηγές[επεξεργασία]
- ους - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)