εις ώτα μη ακουόντων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εις ώτα μη ακουόντων < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εἰς ὦτα μή ἀκουόντων. → δείτε τις λέξεις εις, ώτα, μη και ακουόντων

Έκφραση[επεξεργασία]

εις ώτα μη ακουόντων

Πηγές[επεξεργασία]