εκλέγειν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐκλέγειν

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκλέγειν < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκλέγειν, απαρέμφατο ενεργητικού ενεστώτα στο ἐκλέγω (το να εκλέγεις). Δείτε και το μεσοπαθητικό ἐκλέγεσθαι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eˈkle.ʝin/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐κλέ‐γειν

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εκλέγειν ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]