ελβετογερμανικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ελβετογερμανικά
      γενική των ελβετογερμανικών
    αιτιατική τα ελβετογερμανικά
     κλητική ελβετογερμανικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

τα ελβετογερμανικά (el) ουδέτερο μόνο πληθυντικός

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

τα ελβετογερμανικά (el) ουδέτερο, πληθυντικός

  • ονομαστική, αιτιατική και κλητική κλίση πληθυντικού ουδετέρου του επιθέτου ο ελβετογερμανικός

Επίρρημα[επεξεργασία]

ελβετογερμανικά (el)