εμμέτρωπας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εμμέτρωπας < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εμμέτρωπας αρσενικό

  • (ιατρική) αυτός του οποίου η όραση είναι κανονική και μπορεί να δει χωρίς τη βοήθεια γυαλιών ή φακών επαφής
    ※  Αν θεωρήσουμε ότι εμμέτρωπας είναι όποιος χρειάζεται διόρθωση στους οφθαλμούς μικρότερη από 0,5 D (διοπτρίες), το 25% των νεαρών ενηλίκων εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία.
    Σοφία Κόττου, Φυσική των οφθαλμών και της όρασης, @eclass.uoa.gr, ημερομηνία ανάκτησης: 03-06-2023

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]