ενδεικτικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενδεικτικό < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενδεικτικό ουδέτερο
- το επίσημο έγγραφο σχολικών βαθμίδων που αναφέρει ότι ο μαθητής προάγεται στην επόμενη τάξη
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενδεικτικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ενδεικτικό
- ενδεικτικός, στην αιτιατική του ενικού
- ουδέτερο του ενδεικτικός, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του ενικού