απολυτήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απολυτήριο < ουδέτερο του απολυτήριος < απολύω + -τήριος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απολυτήριο ουδέτερο
- επίσημο αποδεικτικό κανονικής εκπλήρωσης και ολοκλήρωσης κάποιων υποχρεώσεων (σχολείου, σπουδών, στρατιωτικής θητείας κ.λπ.)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απολυτήριο