αποδεικτικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποδεικτικό τα αποδεικτικά
      γενική του αποδεικτικού των αποδεικτικών
    αιτιατική το αποδεικτικό τα αποδεικτικά
     κλητική αποδεικτικό αποδεικτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποδεικτικό < ουδέτερο του αποδεικτικός < αρχαία ελληνική ἀποδεικτικός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποδεικτικό ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αποδεικτικό