ενδιαφέρουσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενδιαφέρουσα < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του ενδιαφέρων
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενδιαφέρουσα θηλυκό
- η εγκυμοσύνη (πάντα με την πρόθεση σε)
- Υπέροχα φορέματα για νύφες (και όχι μόνο) σε ενδιαφέρουσα!
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- η έκφραση σε ενδιαφέρουσα είναι γαλλισμός· από τη γαλλική έκφραση: (dans une) position intéressante
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενδιαφέρουσα
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
ενδιαφέρουσα
- θηλυκό του ενδιαφέρων, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του ενικού