ενδιαφέρουσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενδιαφέρουσα < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του ενδιαφέρων

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενδιαφέρουσα θηλυκό

  1. η εγκυμοσύνη (πάντα με την πρόθεση σε)
    Υπέροχα φορέματα για νύφες (και όχι μόνο) σε ενδιαφέρουσα!

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]

ενδιαφέρουσα