ενσακίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ενσακίζω < εν- + σάκος + -ίζω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ensacher)

ενσακίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]