εν θαλάσση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εν θαλάσση < (καθαρεύουσα ) ἐν θαλάσσῃ (δοτική ενικού του θάλασσα) → δείτε τις λέξεις εν και θάλασσα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση[επεξεργασία]

εν θαλάσση

  • (λόγιο) στη θάλασσα
    διεθνής κανονισμός αποφυγής συγκρούσεως εν θαλάσση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]