εξευτελισμένοι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.kse.fte.liˈzme.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξευ‐τε‐λι‐σμέ‐νη
- ομόηχο: εξευτελισμένη
Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]εξευτελισμένοι
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού, αρσενικού γένους του εξευτελισμένος