επί καθημερινής βάσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επί καθημερινής βάσεως < (καθαρεύουσα) ἐπὶ καθημερινῆς βάσεως (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) → δείτε επί, καθημερινός & λόγια γενική ενικού βάσεως του βάση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
επί καθημερινής βάσεως
- (λόγιο) που συμβαίνει πάνω σε καθημερινή βάση