επί κεφαλής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επί κεφαλής < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐπὶ κεφαλῆς < μεσαιωνική ελληνική ἐπὶ κεφαλῆς < ελληνιστική κοινή ἐπὶ κεφαλῆς ή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική en tête → δείτε περισσότερο στο κύριο λήμμα: επικεφαλής
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /epi‿cefaˈlis/
Έκφραση[επεξεργασία]
επί κεφαλής ως άκλιτο τριγενές ουσιαστικό, ως άκλιτο επίθετο ή ως επίρρημα
- (λόγιο) άλλη μορφή του επικεφαλής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επί κεφαλής
→ δείτε τη λέξη επικεφαλής |
Αναφορές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (καθαρεύουσα)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (καθαρεύουσα)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Εκφράσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)