επιμεταλλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιμεταλλώνω < επι- + μέταλλο + -ώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

επιμεταλλώνω (παθητική φωνή: επιμεταλλώνομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]