επιπλώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιπλώνω < έπιπλο + -ώνω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ameubler)
Ρήμα
[επεξεργασία]επιπλώνω (παθητική φωνή: επιπλώνομαι)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- ανεπίπλωτος
- επιπλωμένος
- επίπλωση
- → δείτε τη λέξη έπιπλο
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιπλώνω | επίπλωνα | θα επιπλώνω | να επιπλώνω | επιπλώνοντας | |
β' ενικ. | επιπλώνεις | επίπλωνες | θα επιπλώνεις | να επιπλώνεις | επίπλωνε | |
γ' ενικ. | επιπλώνει | επίπλωνε | θα επιπλώνει | να επιπλώνει | ||
α' πληθ. | επιπλώνουμε | επιπλώναμε | θα επιπλώνουμε | να επιπλώνουμε | ||
β' πληθ. | επιπλώνετε | επιπλώνατε | θα επιπλώνετε | να επιπλώνετε | επιπλώνετε | |
γ' πληθ. | επιπλώνουν(ε) | επίπλωναν επιπλώναν(ε) |
θα επιπλώνουν(ε) | να επιπλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επίπλωσα | θα επιπλώσω | να επιπλώσω | επιπλώσει | ||
β' ενικ. | επίπλωσες | θα επιπλώσεις | να επιπλώσεις | επίπλωσε | ||
γ' ενικ. | επίπλωσε | θα επιπλώσει | να επιπλώσει | |||
α' πληθ. | επιπλώσαμε | θα επιπλώσουμε | να επιπλώσουμε | |||
β' πληθ. | επιπλώσατε | θα επιπλώσετε | να επιπλώσετε | επιπλώστε | ||
γ' πληθ. | επίπλωσαν επιπλώσαν(ε) |
θα επιπλώσουν(ε) | να επιπλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επιπλώσει | είχα επιπλώσει | θα έχω επιπλώσει | να έχω επιπλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις επιπλώσει | είχες επιπλώσει | θα έχεις επιπλώσει | να έχεις επιπλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει επιπλώσει | είχε επιπλώσει | θα έχει επιπλώσει | να έχει επιπλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επιπλώσει | είχαμε επιπλώσει | θα έχουμε επιπλώσει | να έχουμε επιπλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε επιπλώσει | είχατε επιπλώσει | θα έχετε επιπλώσει | να έχετε επιπλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επιπλώσει | είχαν επιπλώσει | θα έχουν επιπλώσει | να έχουν επιπλώσει |
|