επιπλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επιπλώνω < έπιπλο + -ώνω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ameubler)

επιπλώνω (παθητική φωνή: επιπλώνομαι)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]