meubler
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- meubler < meuble
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
meubler (fr)
- (παρωχημένο) εξοπλίζω, παρέχω
- επιπλώνω
- αποτελώ την επίπλωση
- (μεταφορικά) γεμίζω, διακοσμώ