ευθετώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ευθετώ < αρχαία ελληνική εὐθετέω / εὐθετῶ < εὔθετος < εὖ + τίθημι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ef.θeˈto/

ευθετώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]