ευπροσήγορα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ευπροσήγορα < ευπροσήγορ(ος) + -α
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ef.pɾoˈsi.ɣo.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐προ‐σή‐γο‐ρα
Επίρρημα
[επεξεργασία]ευπροσήγορα
- με ευπροσήγορο τρόπο
- ⮡ Τους κοίταξε όλους, σα να τους έλεγε ευπροσήγορα να συνεχίσουν.
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ευπροσήγορα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (ευπροσήγορο) του ευπροσήγορος