εφυαλώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]εφυαλώνω (παθητική φωνή: εφυαλώνομαι)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- εφυάλωμα
- εφυαλωμένος
- εφυάλωση
- → δείτε τη λέξη γυαλί
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εφυαλώνω | εφυάλωνα | θα εφυαλώνω | να εφυαλώνω | εφυαλώνοντας | |
β' ενικ. | εφυαλώνεις | εφυάλωνες | θα εφυαλώνεις | να εφυαλώνεις | εφυάλωνε | |
γ' ενικ. | εφυαλώνει | εφυάλωνε | θα εφυαλώνει | να εφυαλώνει | ||
α' πληθ. | εφυαλώνουμε | εφυαλώναμε | θα εφυαλώνουμε | να εφυαλώνουμε | ||
β' πληθ. | εφυαλώνετε | εφυαλώνατε | θα εφυαλώνετε | να εφυαλώνετε | εφυαλώνετε | |
γ' πληθ. | εφυαλώνουν(ε) | εφυάλωναν εφυαλώναν(ε) |
θα εφυαλώνουν(ε) | να εφυαλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εφυάλωσα | θα εφυαλώσω | να εφυαλώσω | εφυαλώσει | ||
β' ενικ. | εφυάλωσες | θα εφυαλώσεις | να εφυαλώσεις | εφυάλωσε | ||
γ' ενικ. | εφυάλωσε | θα εφυαλώσει | να εφυαλώσει | |||
α' πληθ. | εφυαλώσαμε | θα εφυαλώσουμε | να εφυαλώσουμε | |||
β' πληθ. | εφυαλώσατε | θα εφυαλώσετε | να εφυαλώσετε | εφυαλώστε | ||
γ' πληθ. | εφυάλωσαν εφυαλώσαν(ε) |
θα εφυαλώσουν(ε) | να εφυαλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εφυαλώσει | είχα εφυαλώσει | θα έχω εφυαλώσει | να έχω εφυαλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις εφυαλώσει | είχες εφυαλώσει | θα έχεις εφυαλώσει | να έχεις εφυαλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει εφυαλώσει | είχε εφυαλώσει | θα έχει εφυαλώσει | να έχει εφυαλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εφυαλώσει | είχαμε εφυαλώσει | θα έχουμε εφυαλώσει | να έχουμε εφυαλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε εφυαλώσει | είχατε εφυαλώσει | θα έχετε εφυαλώσει | να έχετε εφυαλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εφυαλώσει | είχαν εφυαλώσει | θα έχουν εφυαλώσει | να έχουν εφυαλώσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Λέξεις με πρόθημα εφ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ώνω (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «δηλώνω»
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)