εψές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εψές < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὀψέ > ὀψές (δείτε ψες) > ἐψές με αφομοίωση των φθόγγων [o], [e] > [e], [e][1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eˈpses/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ψές
Επίρρημα
[επεξεργασία]εψές
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του ψες
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ψες, εψές - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας