θέτω ἐπί τάπητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θέτω ἐπὶ (τοῦ) τάπητος < θέτω + ἐπί + τοῦ + τάπητος (πάνω στον τάπητα, στο χαλί) → δείτε θέτω επί τάπητος

Έκφραση[επεξεργασία]

θέτω ἐπὶ (τοῦ) τάπητος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]