θήρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θήρ < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰwer-. Συγγενές με το λατινικό fera.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θήρ αρσενικό (αιολικός τύπος φήρ και θεσσαλικός φείρ)
- (ζωολογία) άγριο ζώο και ειδικότερα σαρκοβόρο. Συνήθως εννοείτο το λεοντάρι, όπως της Νεμέας αλλά και ο Ερυμάνθιος κάπρος και ο Κέρβερος.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- θήρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θήρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.