θήρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θήρ < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰwer-. Συγγενές με το λατινικό fera.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

θήρ αρσενικό (αιολικός τύποςφήρ και θεσσαλικός φείρ)

Συγγενικά

[επεξεργασία]