Νεμέα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Νεμέα | οι | Νεμέες |
γενική | της | Νεμέας | των | (Νεμεών) |
αιτιατική | τη | Νεμέα | τις | Νεμέες |
κλητική | Νεμέα | Νεμέες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Νεμέα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Νεμέα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Νεμέα θηλυκό
- οικισμός της Πελοποννήσου
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Νεμέα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Νεμέα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις - τοπωνύμια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)