ιρλανδική διάβαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιρλανδική διάβαση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Irish + crossing
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ιρλανδική διάβαση θηλυκό
- δίοδος ή γέφυρα κατάλληλη για διάσχιση ρέματος ή ποταμού, όταν δεν υπάρχει νερό ή αυτό είναι σε χαμηλό ύψος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Low-water crossing στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιρλανδική διάβαση