κάσιους
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κάσιους < (άμεσο δάνειο) αγγλική cashew
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κάσιους ουδέτερο άκλιτο
- (δέντρο) δέντρο της οικογένειας των Ανακαρδιοειδών που ευδοκιμεί σε τροπικό κλίμα (Anacardium occidentale)
- (τρόφιμο) ξηρός καρπός από το ομώνυμο τροπικό δέντρο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- κάσιους στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- κάσιους - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δέντρα (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Τρόφιμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)