κάσιους

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Ξηροί καρποί κάσιους, καβουρδισμένοι και αλατισμένοι.
Δέντρο κάσιους.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κάσιους < (άμεσο δάνειο) αγγλική cashew

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κάσιους ουδέτερο άκλιτο

  1. (δέντρο) δέντρο της οικογένειας των Ανακαρδιοειδών που ευδοκιμεί σε τροπικό κλίμα (Anacardium occidentale)
  2. (τρόφιμο) ξηρός καρπός από το ομώνυμο τροπικό δέντρο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • κάσιουςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)