κακομοιριάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κακομοιριάζω< κακομοίρ(ης) + -ιάζω. Συνήθως στην παθητική μετοχή κακομοιρασμένος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.ko.miɾˈʝa.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

κακομοιριάζω, αόρ.: κακομοίριασα, μτχ.π.π.: κακομοιριασμένος, χωρίς παθητικούς τύπους

Κλίση[επεξεργασία]