καμένο χαρτί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaˈmeno xaɾˈti/
Έκφραση[επεξεργασία]
καμένο χαρτί
- που είναι αχρηστευμένος, άχρηστος και αποτυχημένος, που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ξανά, όπως ένα χαρτί σε χαρτοπαίγνιο που αποκλείει τον παίκτη που το τράβηξε που είναι πλέόν ο χαμένος του παιχνδιού
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καμένο χαρτί
|
Πηγές[επεξεργασία]
- καίω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- καίω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)