καπούτ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καπούτ < (άμεσο δάνειο) γερμανική kaputt (λέξη που μπήκε στο ελληνόγλωσσο λεξιλόγιο την περίοδο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου) < πιθανόν από τη γαλλική έκφραση être capot

Επίθετο

[επεξεργασία]

καπούτ άκλιτο

  1. που είναι αχρηστευμένος, τελειωμένος
  2. (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά) νεκρός

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]