καρτ ποστάλ
(Ανακατεύθυνση από καρτ-ποστάλ)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρτ ποστάλ < γαλλική carte postale
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρτ ποστάλ θηλυκό ή ουδέτερο
- κάρτα από χοντρό χαρτί με εκτυπωμένη κάποια παράσταση στη μία πλευρά και χώρο για να γραφτεί ένα σύντομο σημείωμα και η διεύθυνση του παραλήπτη· αποστέλλεται ταχυδρομικά χωρίς να απαιτείται φάκελος
- ※ Χαζεύω τις καρτποστάλ σ' ένα περίπτερο. (Βασίλης Αλεξάκης (1995) Η μητρική γλώσσα)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- καρτ-ποστάλ
- καρτποστάλ
[επεξεργασία]
- ταχυδρομική κάρτα
- ταχυδρομικό δελτάριο (παρωχημένο, λόγιο)