κασσίδιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κασσίδιον: υποκοριστικό του κασσίς / κάσσις, ή και ελληνιστική κοινή κασίδιον[1] < λατινική cassis (κράνος)[2] < προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κασσίδιον ουδέτερο

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. κασίδιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. κασσίδιον - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

Πηγές[επεξεργασία]