cassis
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cassis | cassis |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cassis (fr) αρσενικό
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- cassis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kadh- (φυλάσσω, καλύπτω, προστατεύω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cassis, cassidis θηλυκό
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cassis | cassidēs |
γενική | cassidis | cassidum |
δοτική | cassidī | cassidibus |
αιτιατική | cassidem | cassidēs |
κλητική | cassis | cassidēs |
αφαιρετική | casside | cassidibus |
Απόγονοι
[επεξεργασία]cassis (λατινικά)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- cassis < αβέβαιης ετυμολογίας → δείτε cassis, Latin, Eymology 2 στο αγγλικό Βικιλεξικό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cassis, cassis αρσενικό
Κλίση
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- cassis - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (λατινικά)
- Λατινική γλώσσα
- Ουσιαστικά (λατινικά)
- Αντίστροφο λεξικό (λατινικά)
- Οπλισμός (λατινικά)
- Λατινικά ουσιαστικά Γ κλίσης
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (λατινικά)
- Λέξεις με άγνωστη ετυμολογία (λατινικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (λατινικά)