κασσίς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κασσίς < (άμεσο δάνειο) λατινική cassis (κράνος) < προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κασσίς θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μορφές και κλιτικοί τύποι

από το θέμα κασσιδ-

Παράγωγα

[επεξεργασία]