κάσις
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| κᾰσι- | |||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | κάσις | οἱ/αἱ | κάσιες | |
| γενική | τοῦ/τῆς | κάσιος | τῶν | κασίων | |
| δοτική | τῷ/τῇ | κάσιῐ | τοῖς/ταῖς | κάσιῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | κάσιν | τοὺς/τὰς | κάσιᾰς | |
| κλητική ὦ! | κάσι & κάσις |
κάσιες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κάσιε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | κασίοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'λάτρις' όπως «λάτρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κάσις < κατ' απότμησιν υποκοριστικό του κασίγνητος[1] του τύπου ανθρωπωνυμίων όπως Ἄλεξις < Ἀλεξίκακος.[2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ká.sis/ (5ος π.Χ. αιώνας Αττική)
- ΔΦΑ : /ˈka.sis/ (4ος μ.Χ. αιώνας Κοινή)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐σις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κάσις, -ιος αρσενικό ή θηλυκό
- αδελφός, αδελφή
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 674 (674-675)
- ἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις, | ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι.
- άρχοντας μ᾽ άρχοντα και μ᾽ αδερφό αδερφός του | κι εχθρός μ᾽ εχθρό θα χτυπηθώ.
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- ἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις, | ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 1440 (1439-1440)
- καὶ τίς ἄν σ᾽ ὁρμώμενον | ἐς προῦπτον Ἅιδην οὐ καταστένοι, κάσι;
- Ποιός, αδελφέ μου, δεν θα σε θρηνούσε, που πας να πέσεις | μόνος σου στο χάσμα του Άδη;
- Μετάφραση (2004): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek‑language.gr
- Και ποιός μπορεί να μη σε κλάψει, | αφού στον Άδη φανερά πηγαίνεις, αδερφέ μου;
- Μετάφραση (1911): Ηλίας Βουτιερίδης @greek‑language.gr
- Ποιός, αδελφέ μου, δεν θα σε θρηνούσε, που πας να πέσεις | μόνος σου στο χάσμα του Άδη;
- καὶ τίς ἄν σ᾽ ὁρμώμενον | ἐς προῦπτον Ἅιδην οὐ καταστένοι, κάσι;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑκάβηw, στίχ. 428
- ὅ τ᾽ ἐν φιλίπποις Θρῃξὶ Πολύδωρος κάσις.
- Και συ, Πολύδωρε, αδερφέ, που ζεις στη Θράκη.
- Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- ὅ τ᾽ ἐν φιλίπποις Θρῃξὶ Πολύδωρος κάσις.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 674 (674-675)
- (μεταφορικά) αυτός που έχει όμοια φύση ή προέλευση ή όμοιο προορισμό
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- κάσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κάσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση 'λάτρις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'λάτρις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'λάτρις' κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Υποκοριστικά ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (ελληνιστική κοινή)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αισχύλο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Σοφοκλή (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ευριπίδη (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)