καταλεπτώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταλεπτώς < μεσαιωνική ελληνική καταλεπτώς < αρχαία ελληνική κατά + λεπτόν
Επίρρημα[επεξεργασία]
καταλεπτώς
- (λόγιο) χωρίς να παραλειφθεί τίποτε
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταλεπτώς
|