λεπτόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | λεπτόν | τὰ | λεπτᾰ́ | ||||
γενική | τοῦ | λεπτοῦ | τῶν | λεπτῶν | ||||
δοτική | τῷ | λεπτῷ | τοῖς | λεπτοῖς | ||||
αιτιατική | τὸ | λεπτόν | τὰ | λεπτᾰ́ | ||||
κλητική ὦ! | λεπτόν | λεπτᾰ́ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λεπτώ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | λεπτοῖν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λεπτόν (ελληνιστική κοινή): ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο < αρχαία ελληνική λεπτός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λεπτόν, -οῦ ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (νόμισμα) νόμσιμα πολύ μικρής αξίας, όπως το ένα έκτο (1/6) της δραχμής
- (γεωμετρία, μονάδα μέτρησης γωνιών) το ενα εξηκοστό (1/60) της μοίρας
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- (καθαρεύουσα) λεπτόν: επίσης, λεπτό της ώρας
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
λεπτόν
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του λεπτός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του λεπτός
Πηγές[επεξεργασία]
- λεπτόν - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λεπτόν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'φυτόν' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φυτόν' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις οξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Νομίσματα (ελληνιστική κοινή)
- Γεωμετρία (ελληνιστική κοινή)
- Μονάδες μέτρησης (ελληνιστική κοινή)
- Καθαρεύουσα από την ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά από την ελληνιστική κοινή (καθαρεύουσα)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)