Μετάβαση στο περιεχόμενο

καταπληγιάζω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταπληγιάζω < κατα- + πληγιάζω

καταπληγιάζω (παθητική φωνή: καταπληγιάζομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • καταπληγιάζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)