καταπληγιασμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Μετοχή
[επεξεργασία]καταπληγιασμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καταπληγιάζω
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καταπληγιασμένος
|