καταριθμώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταριθμώ < αρχαία ελληνική καταριθμέω / καταριθμῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

καταριθμώ (παθητική φωνή: καταριθμούμαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]