αριθμώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αριθμώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀριθμῶ[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ɾiˈθmo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρι‐θμώ
Ρήμα
[επεξεργασία]αριθμώ
- (για μια ομάδα) περιλαμβάνω
- καταμετρώ, καταγράφω με χρήση αριθμών
- προσθέτω αρίθμηση σε κάτι
- ⮡ Έβαλε σε κάποια τάξη τις σελίδες, τις αρίθμησε προσεκτικά και άρχισε να διαβάζει το γράμμα δυνατά. Κωστούλα Μητροπούλου, Μετάθεση
- → δείτε και την παθητική φωνή τρίτου προσώπου αριθμείται
Κλίση
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αριθμώ
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αριθμώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)