αριθμώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αριθμώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀριθμῶ[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ɾiˈθmo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ρι‐θμώ

αριθμώ

  1. (για μια ομάδα) περιλαμβάνω
  2. καταμετρώ, καταγράφω με χρήση αριθμών
  3. προσθέτω αρίθμηση σε κάτι
    ⮡  Έβαλε σε κάποια τάξη τις σελίδες, τις αρίθμησε προσεκτικά και άρχισε να διαβάζει το γράμμα δυνατά. Κωστούλα Μητροπούλου, Μετάθεση
  4. → δείτε και την παθητική φωνή τρίτου προσώπου  αριθμείται

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]