καταχέζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταχέζω < κατα- + χέζω

Ρήμα[επεξεργασία]

καταχέζω

  1. χέζω πολύ
  2. (μεταφορικά) βρίζω λέγοντας πολλές βρισιές

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]