ξεχέζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξεχέζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἐκχέζω < αρχαία ελληνική χέζω
Ρήμα
[επεξεργασία]ξεχέζω (παθητική φωνή: ξεχέζομαι)
- (μεταβατικό, οικείο, επιτατικό ρήμα) βρίζω με βαρείς χαρακτηρισμούς και πολλές φορές χυδαία
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξεχέζω
|
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επιτατικά ρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)