κατεπείγει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατεπείγει < αρχαία ελληνική κατεπείγει, γ ενικό οριστικής ενεστώτα του κατεπείγω < κατά + ἐπείγω
Ρήμα[επεξεργασία]
κατεπείγει
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατεπείγει
|