κεκαλυμμένως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κεκαλυμμένως (ελληνιστική κοινή) < μετοχή παθητικού παρακειμένου, αρχαία ελληνική κεκαλυμμέν(ος) + -ως

Επίρρημα[επεξεργασία]

κεκαλυμμένως

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]